- πρέσβιστα
- πρέσβιστοςeldestneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρεσβίστα — πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc/acc dual πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστας — πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem acc pl πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίσταν — πρεσβίστᾱν , πρέσβιστος eldest fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβισθ' — πρέσβιστα , πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl πρέσβιστε , πρέσβιστος eldest masc voc sg πρέσβισται , πρέσβιστος eldest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek